Η κρίση των τραπεζών και του δημόσιου χρέους στη Σλοβενία

Σκοπός του παρόντος κειμένου είναι να απεικονίσει με συντομία την πορεία της σλοβενικής οικονομίας τα τελευταία 20 χρόνια. Για λόγους ανάλυσης, το ιστορικό διάστημα έχει διαιρεθεί σε 3 περιόδους:

  • την περίοδο ανάπτυξης που βασιζόταν στη συσσώρευση εγχώριων κεφαλαίων από το 1994 έως το 2004
  • την περίοδο ανάπτυξης που τροφοδοτούνταν με οφειλές από το 2004 έως το 2008 και
  • την περίοδο της κρίσης από το 2008 έως σήμερα.

Πιο συγκεκριμένα, το κείμενο εστιάζεται στις συνέπειες της διαδικασίας ένταξης της Σλοβενίας στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να δοθεί έμφαση σε ορισμένες προβληματικές μακροοικονομικές αλλαγές που βίωσε η χώρα ακριβώς μετά την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση.

1. Ανάπτυξη με βάση τη συσσώρευση εγχώριων κεφαλαίων (1994-2004)

Έπειτα από μια περίοδο δριμείας ύφεσης και υψηλού πληθωρισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η σλοβενική οικονομία ανέκαμψε και εισήλθε σε μια περίοδο μιας αρκετά υψηλής οικονομικής ανάπτυξης και σχετικής μακροοικονομικής σταθερότητας. Μεταξύ 1994 και 2004, ο μέσος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης κυμαινόταν στο 4,1%· το ποσοστό του δημόσιου χρέους ήταν πολύ χαμηλό και δεν ξεπερνούσε το 30% του ΑΕΠ· το εξωτερικό χρέος του κράτους ήταν κατά μέσο όρο λιγότερο από το 10% του ΑΕΠ· και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρέμενε χονδρικά σταθερό κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Η ανάπτυξη της σλοβενικής οικονομίας αυτή την περίοδο είχε βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στη συσσώρευση εγχώριων κεφαλαίων και στη διευκόλυνση της εγχώριας εταιρικής βάσης με εξαγωγικό προσανατολισμό. Η χρηματοδότηση των επενδύσεων στον τομέα των επιχειρήσεων βασιζόταν κατά κύριο λόγο σε τραπεζικές πιστώσεις, κάτι που έκανε τις επιχειρήσεις να εξαρτώνται λιγότερο από τις ιδιοτροπίες των κεφαλαιαγορών. Η ανάπτυξη βάσει της συσσώρευσης εγχώριων κεφαλαίων εξέφραζε μια σαφή ισορροπία των ταξικών δυνάμεων στη Σλοβενία. Πιο συγκεκριμένα, η δύναμη της ανερχόμενης εγχώριας αστικής τάξης ευνοούσε τη συσσώρευση εγχώριων κεφαλαίων έναντι της συσσώρευσης ξένων κεφαλαίων. Επιπλέον, οι οργανώσεις των φορέων εργασίας είχαν τη δυνατότητα να εμποδίζουν, μέχρις ενός σημείου, την υλοποίηση των διαρκών απαιτήσεων από πλευράς ξένων επενδυτών για αποδυνάμωση της εργατικής νομοθεσίας, περικοπή μισθών, κατάργηση/κατάλυση του κράτους πρόνοιας, απελευθέρωση των φορολογικών επιβαρύνσεων και, εκ τούτου, τη δημιουργία «ευνοϊκού περιβάλλοντος» για άμεσες ξένες επενδύσεις.

Έτσι, μία από τις ιδιαιτερότητες της σλοβενικής οικονομίας ήταν η σχετική ανεξαρτησία από τα ξένα κεφάλαια. Η εισροή ξένων επενδύσεων ήταν περιορισμένη για διάφορους λόγους. Κατά πρώτον, η διαδικασία αποκρατικοποίησης στην αρχή της δεκαετίας του ’90 επέσπευσε τις εσωτερικές εξαγορές εταιρικών μετοχών, γεγονός που ευνόησε τους εγχώριους ιδιοκτήτες έναντι των ξένων ιδιοκτητών. Κατά δεύτερον, η ισχύς των οργανώσεων των φορέων εργασίας ήταν εμφανής στους σχετικά υψηλούς μισθούς, που έκαναν τη χώρα λιγότερο ελκυστική για τους ξένους επενδυτές. Τέλος, οι πολιτικές της κεντρικής τράπεζας της Σλοβενίας, που αποσκοπούσαν στη αποτροπή ανατίμησης του τόλαρ (το εγχώριο νόμισμα της Σλοβενίας), περιόρισαν την εισροή κερδοσκοπικών κεφαλαίων και συνέβαλαν σε περιορισμένη εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων.

Η δεύτερη ιδιαιτερότητα ήταν μια αρκετά αντισυμβατική συναλλαγματική πολιτική, σύμφωνα με την οποία θεσπίστηκε μια κυμαινόμενη συναλλαγματική ισοτιμία. Η τράπεζα της Σλοβενίας μπορούσε έτσι να ακολουθεί πολιτική ελεγχόμενης υποτίμησης του νομίσματος, μέσω της οποίας η ανταγωνιστικότητα στον τομέα των εξαγωγών επισπευδόταν χωρίς την ανάγκη καταφυγής σε πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης. Αποτέλεσμα αυτής της νομισματικής πολιτικής ήταν ένα σχετικά υψηλό ποσοστό πληθωρισμού σε σύγκριση με άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες στην περιοχή, αλλά κατά τα φαινόμενα οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής εκείνη την περίοδο ήταν διατεθειμένοι να αναλάβουν τους κινδύνους ενός ελαφρώς υψηλότερου ποσοστού πληθωρισμού προς χάρη υψηλότερης οικονομικής ανάπτυξης και απασχόλησης.

Η τρίτη ιδιαιτερότητα ήταν και εξακολουθεί να είναι το μεγάλο μερίδιο κρατικής ιδιοκτησίας της οικονομίας. Τρεις από τις μεγαλύτερες και στρατηγικά σημαντικότερες τράπεζες (η NLB, η NKBM και η Abanka) παρέμειναν στην ιδιοκτησία του κράτους. Το ίδιο ισχύει για τις δημόσιες υποδομές και τις μεγαλύτερες και στρατηγικά σημαντικότερες επιχειρήσεις.

Αυτό το είδος θεσμικού πλαισίου και ανάπτυξης από το 1994 έως το 2004 παρείχε το περιθώριο για ορισμένες παραχωρήσεις προς την εργατική τάξη της Σλοβενίας. Πιο συγκεκριμένα, οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονταν συνεχώς, ενώ η ανεργία μειωνόταν. Επιπλέον, οι κατώτατοι μισθοί και τα επιδόματα ανεργίας στη Σλοβενία ήταν από τα υψηλότερα στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

2. Ανάπτυξη τροφοδοτούμενη με οφειλές (2004-2008)

Ωστόσο, μετά το 2004 η Σλοβενία μετέβη από την ανάπτυξη που βασιζόταν στη συσσώρευση εγχώριων κεφαλαίων σε ανάπτυξη τροφοδοτούμενη με οφειλές. Αυτή η μετάβαση συνέπεσε με τη διαδικασία ένταξης της Σλοβενίας στην ΕΕ και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ ΙΙ) το 2004, και την Ευρωζώνη το 2007. Από το 2004 έως το 2007, η Σλοβενία γνώρισε οικονομική άνθιση βασισμένη σε επιταχυμένη οικονομική ανάπτυξη. Το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ το 2007 άγγιξε το 7%, ενώ οι επενδύσεις στον τομέα των δομικών κατασκευών άρχισαν να εκτινάσσονται.

Η εν λόγω αναπτυξιακή πορεία, ωστόσο, κατέστη δυνατή λόγω πρωτοφανούς αύξησης των πιστώσεων. Μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια, από τον Οκτώβριο του 2004 έως τον Οκτώβριο του 2008, το εξωτερικό χρέος της Σλοβενίας ανήλθε σε 24 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή σε ποσό σχεδόν διπλάσιο από εκείνο σε ολόκληρη την προηγούμενη ιστορία της Σλοβενίας.

Μετά το 2004 οι τράπεζες της Σλοβενίας άρχισαν να δανείζονται σε μεγάλο βαθμό από το εξωτερικό. Μικρό μέρος αυτών των πιστώσεων απευθυνόταν στα νοικοκυριά. Η συντριπτική πλειονότητα διοχετευόταν στον τομέα των επιχειρήσεων. Μεταξύ 2005 και 2008 ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης των πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις κυμαινόταν γύρω στο 23%. Το εταιρικό χρέος κυμαινόταν περίπου στο 100% του ΑΕΠ το 2005, αλλά άγγιξε το 144% το 2010, δηλαδή πολύ περισσότερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ. Είναι προφανές ότι η άνθιση της σλοβενικής οικονομίας μετά το 2004 είχε βασιστεί σε μια ευρείας κλίμακας αύξηση των πιστώσεων, που οι σλοβενικές τράπεζες είχαν αποκτήσει από το εξωτερικό και κατεύθυναν προς τον τομέα των εγχώριων επιχειρήσεων, και ιδίως προς τον υπερθερμασμένο τομέα δομικών κατασκευών.

Μέχρις ενός ορισμένου σημείου, η μετάβαση από την ανάπτυξη με βάση τη συσσώρευση εγχώριων κεφαλαίων στην τροφοδοτούμενη με οφειλές ανάπτυξη μπορεί να αποδοθεί στη διαδικασία ενσωμάτωσης της Σλοβενίας στις ευρωπαϊκές αγορές. Η μαζική εισροή πιστώσεων στη Σλοβενία από το 2004 έως το 2008 επιταχύνθηκε σαφέστατα λόγω της εισόδου της Σλοβενίας στον MSI II και αργότερα στην Ευρωζώνη, αφού η διαδικασία ένταξης συνέβαλε στη σύγκλιση των επιτοκίων προς το επίπεδο που επικρατούσε στην Ευρωζώνη. Αυτό παρείχε στις σλοβενικές τράπεζες τη δυνατότητα πρόσβασης σε χαμηλά επιτόκια από χώρες του εξωτερικού, και προκάλεσε τη στροφή της τραπεζικής χρηματοδότησης από τις καταθέσεις στις ξένες κεφαλαιαγορές. Το 2005 ο λόγος των δανείων προς τις καταθέσεις ήταν περίπου 1, ενώ το 2008 αυξήθηκε σε 1,6. Η ίδια αλλαγή έκανε τη σλοβενική οικονομία να εξαρτάται πολύ περισσότερο από τα ξένα κεφάλαια.

Άλλη μια σημαντική μεταστροφή μετά το 2004 ήταν η αλλαγή στη νομισματική πολιτική, ως άμεση συνέπεια της θέσπισης του ευρώ. Η Σλοβενία, με την είσοδό της στον ΜΣΙ II, υποχρεώθηκε να αλλάξει το τόλαρ σε ευρώ. H καθηλωμένη συναλλαγματική ισοτιμία απέκλεισε τις δυνατότητες της πολιτικής της κεντρικής τράπεζας, που στόχευε στην ελεγχόμενη υποτίμηση ή στην αποτροπή ανατίμησης του τόλαρ. Με αυτό τον τρόπο, αποκλείστηκε η δυνατότητα διευκόλυνσης των εξαγωγών μέσω ονομαστικής υποτίμησης. Η μοναδική εναπομείνασα επιλογή ήταν εκείνη της εσωτερικής υποτίμησης. Επιπλέον, μετά το 2007 η Σλοβενία αναγκάστηκε να εκδώσει τις οφειλές της σε ένα νόμισμα που δεν είχε υπό τον έλεγχό της, γεγονός που έκανε τη χώρα να εξαρτάται πολύ περισσότερο από τα καπρίτσια των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών.

Διόλου συμπτωματικά, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, ο τομέας των εξαγωγών άρχισε να υστερεί ως προς την ανταγωνιστικότητα, ενώ το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών άρχισε να αυξάνεται. Τον Ιανουάριο του 2004 το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών αντιστοιχούσε μόλις στο 2,4% του ΑΕΠ, ενώ το 2009 έφτασε στο 6,1% του ΑΕΠ.

3. Τα χρόνια της κρίσης (2008-2013)

Όταν η μεγάλη ύφεση έπληξε την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία το 2008 και το 2009, η οικονομία της Σλοβενίας βίωσε μια απότομη πτώση των εξαγωγικών επιδόσεών της (οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 16,1% το 2009) και μια ισοπεδωτική μείωση της οικονομικής ανάπτυξης (το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 7,9% το 2009). Η εισροή φθηνών επιτοκίων από το εξωτερικό σταμάτησε, και η φούσκα στον τομέα δομικών κατασκευών και των ακινήτων έσκασε. Η ανεργία άρχισε να αυξάνεται ραγδαία: από 4,4% το 2008 στο πρωτοφανές 9,6% το 2013. Αντίστοιχη ήταν και η υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου της σλοβενικής εργατικής τάξης.

Ο υπερχρεωμένος και μοχλευμένος τομέας των επιχειρήσεων εγκλωβίστηκε σε μια δυσμενή κατάσταση συρρικνούμενων πιστωτικών ροών. Καθώς η φούσκα του τομέα δομικών κατασκευών και ακινήτων έσκασε και οι απώλειες ανέβηκαν στα ύψη, τα ενεργητικά των επιχειρήσεων έχασαν την αξία τους. Εφόσον οι επιχειρήσεις χρηματοδοτούνταν ως επί το πλείστον από τραπεζικά δάνεια, οι απώλειες των επιχειρήσεων συσσωρεύθηκαν στους ισολογισμούς των τραπεζών υπό μορφή μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το 2010 η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν η κεντρική τράπεζα της Σλοβενίας αύξησε τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις τράπεζες. Το γεγονός αυτό συνέβαλε σε περαιτέρω συρρίκνωση των δανειοδοτικών δραστηριοτήτων. Η πιστωτική ασφυξία ώθησε πολλές επιχειρήσεις στη χρεοκοπία και επιδείνωσε τις απώλειες στους ισολογισμούς των τραπεζών. Κατόπιν τούτου, το ποσό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών αυξανόταν διαρκώς έως το τέλος του 2013, οπότε και ανήλθε περίπου στα 8 δισεκατομμύρια ευρώ (προς το παρόν, 1,1 δισεκατομμύριο ευρώ αυτών των μη εξυπηρετούμενων δανείων είχαν μεταφερθεί στη λεγόμενη τράπεζα επισφαλειών).

Η κρίση του δημόσιου χρέους που ακολούθησε ήταν λογική συνέπεια της ύφεσης και της ριζωμένης κρίσης στον τομέα των επιχειρήσεων. Προτού ξεσπάσει η κρίση, το δημόσιο χρέος ήταν πολύ χαμηλό. Για την ακρίβεια, το δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ μειώθηκε από 27,4% το 2005 σε μόνο 22% το 2009. Ωστόσο, μετά την ύφεση το 2009, άρχισε να αυξάνεται αλματωδώς. Ανήλθε στο 35,1% του ΑΕΠ το 2010· 38,7% το 2011, 47,1% το 2012· 54,4% το 2013, και πλέον υπολογίζεται γύρω στο 72,5% του ΑΕΠ. Η αύξηση του δημόσιου χρέους ήταν κυρίως αποτέλεσμα των μειωμένων φορολογικών εσόδων εξαιτίας της πτώσης στην οικονομική δραστηριότητα, και μιας παράλληλης αύξησης στις δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε επίσης λόγω κυβερνητικών παρεμβάσεων στον τραπεζικό τομέα. Πιο συγκεκριμένα, το 2009 η κυβέρνηση άμβλυνε τα προβλήματα ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα αυξάνοντας τις κρατικές καταθέσεις στις κύριες δημόσιες σλοβενικές τράπεζες. Το 2012 έγιναν περισσότερες κρατικές ανακεφαλαιοποιήσεις τραπεζών.

Η κρίση του δημόσιου χρέους στη Σλοβενία επιδεινώθηκε ύστερα από την αναταραχή στην Ευρωζώνη κατά το δεύτερο μισό του 2011. Τον Νοέμβριο του 2011 οι αποδόσεις των δεκαετών κρατικών ομολόγων υπερέβησαν το 7%. Το ίδιο συνέβη τον Ιανουάριο του 2012, όπως επίσης και τον Αύγουστο του 2012. Η πιο κρίσιμη περίοδος έχει παρέλθει, εφόσον οι αποδόσεις των δεκαετών κρατικών ομολόγων έχουν πέσει κάτω από το 4% στη δευτερογενή αγορά. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, καθώς δεν υπάρχουν προοπτικές υψηλού δυναμικού ανάπτυξης στο εγγύς μέλλον και αναγνωρίζοντας ότι τα προβλήματα στους τομείς των επιχειρήσεων και των τραπεζών κάθε άλλο παρά έχουν επιλυθεί, δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι το δημόσιο χρέος θα εξαλειφθεί σύντομα.

Από τον Sašo Furlan
μετάφραση: Trommons.org

This post is also available in: Ολλανδικα, Αγγλικα, Γαλλικα, Γερμανικα, Ιταλικα, Ισπανικα, Πορτογαλικα, Σλοβενικα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.